-
1 καθυστερεω
1) отставать(τῆς ἐκτάξεως Polyb.)
2) опаздывать(τῆς καταστάσεως Polyb.; τῇ διώξει Plut.)
οἱ καθυστερήσαντες τῆς κληροδοσίας Diod. — не подоспевшие к распределению наделов;θανάτου οὐ κ. Luc. — не быть пощаженным смертью -
2 ρυθμιστής
ο1) регулятор; 2) регулировщик; 3) наладчик; 4) диспетчер; 5) перен. распорядитель; вершитель (книжн.);ρυθμιστής του πολιτεύματος — глава государства;
ρυθμιστής των τυχών — или ρυθμιστής της τύχης — вершитель судеб;
της καταστάσεως είναι... — положение контролирует...; — хозяином положения является...;§ ρυθμιστής του τηλεφωνικού κέντρου ( — телефонный) коммутатор
-
3 ποιός
ποιά, ποιό [ποίος, ποία, ποίον] αντων. 1. ερωτ. кто;ποιός από σας; — кто из вас?;
ξέρει — кто его знает; — как знать;ποιός ποιόν — кто кого;
§ ποιός να μού το λέγε — мог ли я ожидать;
2. άναφσρ.1) какой; με ποιό τρόπο; каким образом?; ποια μέρα; какой день?, в какой день?; 2): ποιός τις, ποια τις, ποιόν τι некий, некоторый, какой-то; ποια τις βελτίωσις της καταστάσεως некоторое улучшение положения -
4 καταστασις
- εως ἥ1) установление, учреждение, устроение(χορῶν Aesch.)
2) назначение или избрание(τῶν ἀρχόντων τε καὴ φυλάκων, δικαστῶν Plat.; τῶν βασιλέων Plut.)
αἱ περὴ τὰς ἄλλας ἀρχὰς καταστάσεις Plat. — назначения на другие руководящие посты;μετὰ τέν κατάστασιν Polyb. — после вступления в должность3) постановление, решение(δαιμόνων Eur.)
4) прием послов, аудиенция5) юр. представление (суду)(ἐγγυητῶν Dem.)
— предъявление (ἐμφανῶν Dem.)6) успокаивание, останавливание(τῆς ὀργῆς Plat., Arst.)
7) спокойствие, покой(εἰς κατάστασιν ἐλθεῖν, μετὰ συννοίας καὴ καταστάσεως Arst.)
8) восстановлениеἐν τῇ καταστάσει ἢ τῇ διαφθορᾷ Plat. — в процессе восстановления или распада;
κ. εἰς τέν ὑπάρχουσαν φύσιν Arst. — восстановление естественного состояния9) нормальное душевное состояниеἐν καταστάσει Sext. — (находясь) в здравом уме
10) постоянство, устойчивость, твердость(νόμου Soph.)
11) положение, состояние, свойство(φύσεως Arst.; ἀνθρώπου φύσις καὴ κ. Her.)
ἥ ὑπάρχουσα περὴ Μακεδόνας κ. Polyb. — положение македонян;θαυμαστή τις εὐδίας κ. Luc. — замечательно ясная погода;νυκτὸς ἐν καταστάσει Eur. — ночною порой;οὐκ ὀμμάτων δῆλος ἦν κ. Eur. — (ее) глаз нельзя было узнать12) степень, характер(κακῶν Eur.)
13) устройство, организация(τῆς δημοκρατίας, πολιτείας Plat.)
14) ( в афинской коннице) отпущенные на экипировку воина деньги, амуниционная суммаοἱ ἔχοντες τὰς καταστάσεις Lys. — (афинские граждане), получившие амуниционные суммы
-
5 ανατόμος
-
6 διακύμανση
[-ις (-εως)] η1) волнообразное движение; колыхание; 2) перен. неустойчивость, колебание;η διακύμανση των τιμών — колебание цен;
η διακύμανση της πολιτικής καταστάσεως — неустойчивость политического положения;
3) физ., тж. перен. флуктуация -
7 διασκόπησις
(-εως) η тщательное изучение, анёлиз;η διασκόπησις της πολιτικής καταστάσεως — анализ политического положения
См. также в других словарях:
ГРЕЦИЯ ЧАСТЬ I — [Греческая Республика; греч. Ελληνική Ϫημοκρατία], гос во в юго вост. Европе, занимающее юг Балканского п ова. Территория 131 944 кв. км, в т. ч. островов 25 тыс. кв. км, береговая линия имеет длину 4100 км (с учетом островов ок. 15 тыс. км). На… … Православная энциклопедия
Griechische Kirche — (Griechisch. Katholische Kirche, Morgenländische od. Orientalische Kirche), der Theil der Christenheit, welcher bei den, im ehemaligen Griechischen Kaiserthum erhaltenen, seit dem 5. Jahrh. eigenthümlich modificirten Dogmen, Gebräuchen u.… … Pierer's Universal-Lexikon
Χριστόφορος, Άγγελος — (Γαστούνη περίπου 1575 – Οξφόρδη 1638). Δάσκαλος της ελληνικής στην Αγγλία και συγγραφέας. Φιλομαθής και φιλαπόδημος, ο X. περιόδευσε για αρκετά χρόνια τον ελληνικό χώρο αναζητώντας ικανό δάσκαλο και μελετώντας στις διάφορες μοναστικές… … Dictionary of Greek
Άγγελος, Χριστόφορος — (Γαστούνη Ηλείας 1575 – Οξφόρδη 1638).Λόγιος και συγγραφέας. Έγινε μοναχός και το 1606 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κατηγορήθηκε στον Τούρκο διοικητή για κατασκοπεία και φυλακίστηκε. Το 1608 δραπέτευσε από τη φυλακή και πήγε στην Αγγλία, όπου… … Dictionary of Greek
εμπέδωση — η (Α ἐμπέδωσις) 1. σταθεροποίηση, παγίωση («εμπέδωση τού μαθήματος», «εμπέδωση τής καταστάσεως») 2. (στη μαιευτική) το πέρασμα τού κεφαλιού τού κυήματος από το ανώτερο στόμιο τής πυέλου αρχ. διατήρηση, φύλαξη … Dictionary of Greek
ενήμερος — η, ο 1. ο γνώστης τών καθημερινών συμβάντων, αυτός που γνωρίζει καλά όσα αφορούν σε μιαν υπόθεση, γνώστης («είναι πάντα ενήμερος», «είμαστε ενήμεροι τής καταστάσεως») 2. (λογιστ.) «ενήμερος λογαριασμός» ο λογαριασμός στον οποίο έχουν καταχωριστεί … Dictionary of Greek
εξαίρω — (AM ἐξαίρω, Α και ἐξαείρω) [αίρω] υψώνω κάτι ώστε να είναι ορατό, επαινώ («εξαίρει τις αρετές») νεοελλ. 1. τονίζω τη σπουδαιότητα («εξαίρει τη σοβαρότητα τής καταστάσεως») 2. παθ. υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό) αρχ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek
περιμένω — ΝΜΑ 1. μένω, στέκομαι ή κάθομαι κάπου ώσπου να έλθει κάποιος ή κάτι, καρτερώ (α. «θα σέ περιμένω» β. «περιμένω το λεωφορείο» γ. «περιέμενον Τισσαφέρνην οἵ τε Ἕλληνες καὶ ὁ Ἀριαῑος», Ξεν.) 2. αναμένω να μού φέρουν ή να μού στείλουν κάτι (α.… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ БОГОСЛОВ — [Назианзин; греч. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ναζιανζηνός] (325 330, поместье Арианз (ныне Сиврихисар, Турция) близ Карвали (ныне Гюзельюрт), к югу от г. Назианза, Каппадокия 389 390, там же), свт. (пам. 25 янв., 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам … Православная энциклопедия
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… … Dictionary of Greek